φιορίνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φιορίνι τα φιορίνια
      γενική του φιορινιού των φιορινιών
    αιτιατική το φιορίνι τα φιορίνια
     κλητική φιορίνι φιορίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιορίνι < (άμεσο δάνειο) βενετική fiorin, florin, fiorino < ή από την πόλη της Φλωρεντίας (Florence, Firenze) ή από το κρίνο που ήταν χαραγμένο πάνω στο νόμισμα ( "flos", άνθος στα λατινικά και το κρίνο "άνθος λειρίου", lillium ή fleur de lis)

Προφορά

ΔΦΑ : /fçoˈɾi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φιορίνι

Ουσιαστικό

φιορίνι ουδέτερο και φλορίνι (παλιότερες γραφές: φλωρίνι, φλωρίνιον και φιορίνιον)

  • (νόμισμα)
    1. χρυσό νόμισμα (fiorino d' oro) που κυκλοφόρησε το 1252 η Φλωρεντία και αντιστοιχεί (το 2011) σε αξία χρυσού σε περίπου 150 ευρώ
        ασλάνια (aslan), άσπρα (asper), γαζέττα (gazetta), γρόσι (grosso), δουκάτον (ducato), δούμπλα ou ντούμπλα , ζολότα (zlot), κολωννάτο (colonnato), λίρα (lire), μαρτζέλλος (marcelo), μαχμουτιές (mahmudiye), μετζίτι (mecit), μπέζο (bezzo, bez), νουσφιές (nisfiye), ουγγία (uncia), παράς (para), πιάστρα (piastre), ρεάλι (reale), ρεγγίνα (regina) , ρουμπιές (rubiye), ράσπιδο (ruspio), σκούδον (scudo), σολδί (soldo), τάλλαρον (tallero), τσεκίνι (zechin), τορνέζι (tornese), φιορίνι, φλωρί (Economies méditerranéennes: équilibres et intercommunications, XIIIe-XIX siècles: actes du IIe Colloque international d'histoire, Athènes, 18-25 Septembre 1983, Volume 3, Centre de recherches néohelléniques, Fondation nationale de la recherche scientifique, 1985, σελ. 183)
    2. κατ' επέκταση αποκλήθηκαν έτσι πολλά μεσαιωνικά και μεταγενέστερα χρυσά ή ασημένια νομίσματα ευρωπαϊκών κρατικών σχηματισμών (Αραγώνας, Γερμανίας, Ολλανδίας) όχι όμως και τα βυζαντινά
    3. σύγχρονο νόμισμα με σύμβολο το (ƒ) -της Ολλανδίας μέχρι το 2002 και από το 1986 μόνον της Αρούμπα (τμήμα του Βασιλείου των Κάτω Χωρών ή της Ολλανδίας)

Σημειώσεις

Για το βυζαντινό νόμισμα (φλωρί, φλωρίον, φλουρί, φλουρίον, χρυσό) ή γενικά τον όρο φλουρί, μπορείτε να δείτε τα λήμματα φλουρί και φλωρί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.