γρόσι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γρόσι τα γρόσια
      γενική του γροσιού των γροσιών
    αιτιατική το γρόσι τα γρόσια
     κλητική γρόσι γρόσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γρόσι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γρόσι(ν) < βενετική grosso < λατινική grossus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷres-
οθωμανικό νόμισμα των 20 γροσιών (1918)

Ουσιαστικό

γρόσι ουδέτερο

  1. (νόμισμα, παρωχημένο) (ασημένιο) νόμισμα, ίσο προς το ένα εκατοστό της (χρυσής) λίρας διαφόρων κρατών (Τουρκίας, Αιγύπτου, Κύπρου, Βενετίας κ.ά.)
     συνώνυμα: πιάστρο, πιάστρα
      ασλάνια (aslan), άσπρα (asper), γαζέττα (gazetta), γρόσι (grosso), δουκάτον (ducato), δούμπλα ou ντούμπλα , ζολότα (zlot), κολωννάτο (colonnato), λίρα (lire), μαρτζέλλος (marcelo), μαχμουτιές (mahmudiye), μετζίτι (mecit), μπέζο (bezzo, bez), νουσφιές (nisfiye), ουγγία (uncia), παράς (para), πιάστρα (piastre), ρεάλι (reale), ρεγγίνα (regina), ρουμπιές (rubiye), ράσπιδο (ruspio), σκούδον (scudo), σολδί (soldo), τάλλαρον (tallero), τσεκίνι (zechin), τορνέζι (tornese), φιορίνι, φλωρί (Economies méditerranéennes: équilibres et intercommunications, XIIIe-XIX siècles: actes du IIe Colloque international d'histoire, Athènes, 18-25 Septembre 1983, Volume 3, Centre de recherches néohelléniques, Fondation nationale de la recherche scientifique, 1985, σελ. 183)
  2. (συνεκδοχικά) τα χρήματα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.