μετζίτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μετζίτι τα μετζίτια
      γενική του μετζιτιού των μετζιτιών
    αιτιατική το μετζίτι τα μετζίτια
     κλητική μετζίτι μετζίτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

μετζίτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική mecıt (νόμισμα) +

Προφορά

ΔΦΑ : /meˈd͡zi.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μετζίτι

Ουσιαστικό

μετζίτι ουδέτερο

  • (λαϊκό, ιστορία, νόμισμα) παλαιό τουρκικό νόμισμα
      ασλάνια (aslan), άσπρα (asper), γαζέττα (gazetta), γρόσι (grosso), δουκάτον (ducato), δούμπλα ou ντούμπλα , ζολότα (zlot), κολωννάτο (colonnato), λίρα (lire), μαρτζέλλος (marcelo), μαχμουτιές (mahmudiye), μετζίτι (mecit), μπέζο (bezzo, bez), νουσφιές (nisfiye), ουγγία (uncia), παράς (para), πιάστρα (piastre), ρεάλι (reale), ρεγγίνα (regina), ρουμπιές (rubiye), ράσπιδο (ruspio), σκούδον (scudo), σολδί (soldo), τάλλαρον (tallero), τσεκίνι (zechin), τορνέζι (tornese), φιορίνι, φλωρί (Economies méditerranéennes: équilibres et intercommunications, XIIIe-XIX siècles: actes du IIe Colloque international d'histoire, Athènes, 18-25 Septembre 1983, Volume 3, Centre de recherches néohelléniques, Fondation nationale de la recherche scientifique, 1985, σελ. 183)

Μεταφράσεις

Πηγές

Ετυμολογία 2

μετζίτι < λείπει η ετυμολογία

Πηγές

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014, σελ.164.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.