ζολότα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ζολότα | οι | ζολότες |
| γενική | της | ζολότας | — | |
| αιτιατική | τη | ζολότα | τις | ζολότες |
| κλητική | ζολότα | ζολότες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ζολότα θηλυκό
- (ιστορία, νόμισμα) ασημένιο τουρκικό νόμισμα που ισοδυναμεί με τα ¾ απ’ το γρόσι
- ※ ασλάνια (aslan), άσπρα (asper), γαζέττα (gazetta), γρόσι (grosso), δουκάτον (ducato), δούμπλα ou ντούμπλα , ζολότα (zlot), κολωννάτο (colonnato), λίρα (lire), μαρτζέλλος (marcelo), μαχμουτιές (mahmudiye), μετζίτι (mecit), μπέζο (bezzo, bez), νουσφιές (nisfiye), ουγγία (uncia), παράς (para), πιάστρα (piastre), ρεάλι (reale), ρεγγίνα (regina), ρουμπιές (rubiye), ράσπιδο (ruspio), σκούδον (scudo), σολδί (soldo), τάλλαρον (tallero), τσεκίνι (zechin), τορνέζι (tornese), φιορίνι, φλωρί (Economies méditerranéennes: équilibres et intercommunications, XIIIe-XIX siècles: actes du IIe Colloque international d'histoire, Athènes, 18-25 Septembre 1983, Volume 3, Centre de recherches néohelléniques, Fondation nationale de la recherche scientifique, 1985, σελ. 183)
Παροιμίες
- γίνκε το γρόσι ζολότα: όταν μια επιχείρηση έχει ζημία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.