λευκό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λευκό τα λευκά
      γενική του λευκού των λευκών
    αιτιατική το λευκό τα λευκά
     κλητική λευκό λευκά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λευκό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λευκός

Ουσιαστικό

λευκό ουδέτερο

  1. το λευκό χρώμα
     συνώνυμα: άσπρο
  2. (πολιτική) το λευκό ψηφοδέλτιο αυτό με το οποίο ο ψηφοφόρος δεν δηλώνει προτίμηση για κανέναν υποψήφιο ή συνδυασμό
    αποφάσισε να ρίξει λευκό στις εκλογές
  3. (ιατρική, στον πληθυντικό) τα λευκά αιμοσφαίρια
    μετά από μια λοίμωξη είναι συνήθως αυξημένα τα λευκά

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη λευκός

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λευκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.