άλγεβρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άλγεβρα | οι | άλγεβρες |
| γενική | της | άλγεβρας | των | αλγεβρών |
| αιτιατική | την | άλγεβρα | τις | άλγεβρες |
| κλητική | άλγεβρα | άλγεβρες | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

σελίδα από το βιβλίο του al-Khwarizmi
Ετυμολογία
- άλγεβρα < (άμεσο δάνειο) λατινική algebra < αραβική جبر (al-jabr)
- Η λέξη ἄλγεβρα μαρτυρείται από το 1791.[1]
- Η λέξη al-jabr βρίσκεται στον τίτλο του βιβλίου του Πέρση μαθηματικού al-Khwarizmi που έζησε τον 9ο αιώνα. Το βιβλίο του ονομάζεται Το συνοπτικό βιβλίο των υπολογισμών με συμπλήρωση κι εξίσωση.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈal.ʝe.ѵɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : άλ‐γε‐βρα
Ουσιαστικό
άλγεβρα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (μαθηματικά) ο κλάδος που ασχολείται με τις ιδιότητες των αριθμών και των πράξεων
- (συνεκδοχικά) το σχολικό ή πανεπιστημιακό μάθημα που έχει ως αντικείμενο τον παραπάνω μαθηματικό κλάδο
- (συνεκδοχικά) το αντίστοιχο εγχειρίδιο διδασκαλίας
Συγγενικά
- Κατηγορία:Άλγεβρα στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Άλγεβρα (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Μαθηματικά (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
άλγεβρα
Αναφορές
- σελ. 38, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.