μπασκίρ
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
μπασκίρ άκλιτο, θηλυκό, μόνο στον ενικό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τουρκική γλώσσα του Μπασκορτοστάν, ενός από τα ομοσπονδιακά υποκείμενα της Ρωσίας
- κωδικός: ba
-
Bashkir language στην αγγλική Βικιπαίδεια

-
Μπασκίρ στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.