εγχειρίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εγχειρίδιο τα εγχειρίδια
      γενική του εγχειριδίου
& εγχειρίδιου
των εγχειριδίων
    αιτιατική το εγχειρίδιο τα εγχειρίδια
     κλητική εγχειρίδιο εγχειρίδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα εγχειρίδιο (1)

Ετυμολογία

εγχειρίδιο < αρχαία ελληνική ἐγχειρίδιον < ἐν + χείρ + -ίδιον

Προφορά

ΔΦΑ : /eŋ.çiˈɾi.ði.o/

Ουσιαστικό

εγχειρίδιο ουδέτερο

  1. (οπλισμός) δίκοπο μαχαίρι που χρησιμοποιείται ως όπλο, στιλέτο
  2. βιβλίο συνήθως μικρού μεγέθους που εκθέτει με οργανωμένο τρόπο τις βασικές αρχές ενός γνωστικού αντικειμένου
    διδακτικά εγχειρίδια
      και παρόλο που απο τα εγχειρίδια απουσιάζει ο έντονος κραυγαλέος εθνοκεντρισμός, δε λείπει η εθνική κατήχηση (Μαρία Αδάμου, Το εκπαιδευτικό σύστημα στην υπηρεσία του εθνικού κράτους η ελληνική περίπτωση "1950-1976", Εκδόσεις Παπαζήση, 2002, σελ. 590)

Μεταφράσεις


This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.