algebra

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

algebra (en)

  • (μαθηματικά) η άλγεβρα
    In algebra we work with symbols that represent numbers
    Στην άλγεβρα δουλεύουμε με σύμβολα που αντιπροσωπεύουν αριθμούς

Υπώνυμα

(πληροφορική)



Αφρικάανς (af)

Ουσιαστικό

algebra (af)



Δανικά (da)

Ουσιαστικό

algebra (da)



Εσθονικά (et)

Ουσιαστικό

algebra (et)



Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

algebra < algebr- + -a

Επίθετο

algebra (eo)



Ιντερλίνγκουα (ia)

Ουσιαστικό

algebra (ia)



Ισλανδικά (is)

Ουσιαστικό

algebra (is)



Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

algebra (it)



Κορσικανικά (co)

Ουσιαστικό

algebra (co)



Λατινικά (la)

Ουσιαστικό

algebra (la)



Λετονικά (lv)

Ουσιαστικό

algebra (lv)



Λιθουανικά (lt)

Ουσιαστικό

algebra (lt)



Μαλαϊκά (ms)

Ουσιαστικό

algebra (ms)



Νεονορβηγικά (nn)

Ουσιαστικό

algebra (nn)



Νορβηγικά (no)

Ουσιαστικό

algebra (no)



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

algebra (nl)



Ουαλικά (cy)

Ουσιαστικό

algebra (cy)



Ουγγρικά (hu)

Ουσιαστικό

algebra (hu)



Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /alˈɡɛbra/
 

Ετυμολογία

algebra < λατινική algebra < αραβική الجبر (al-ğabr)

Ουσιαστικό

algebra (pl) θηλυκό

Συγγενικά

  • algebraicznie
  • algebraiczny
  • algebraik



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

algebra (sr)



Σκοτς (sco)

Ουσιαστικό

algebra



Σλοβακικά (sk)

Ουσιαστικό

algebra (sk)



Σλοβενικά (sl)

Ουσιαστικό

algebra (sl)



Σουηδικά (sv)

Ουσιαστικό

algebra (sv)



Τσεχικά (cs)

Ουσιαστικό

algebra (cs) θηλυκό



Φινλανδικά (fi)

Ουσιαστικό

algebra (fi)



Δυτικά φριζικά (fy)

Ουσιαστικό

algebra (fy)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.