κλάδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κλάδος | οι | κλάδοι |
| γενική | του | κλάδου | των | κλάδων |
| αιτιατική | τον | κλάδο | τους | κλάδους |
| κλητική | κλάδε | κλάδοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλάδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κλάδος < κλάω. Για τις νεότερες επιστημονικές σημασίες, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική branche [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkla.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλά‐δος
Ουσιαστικό
κλάδος αρσενικό
- (βοτανική) κλαδί
- (μεταφορικά) αυτόνομο τμήμα ενός συνόλου
- (κοινωνιολογία) σύνολο επαγγελματιών με συναφές αντικείμενο εργασίας
- (πληροφορική) branch:
- (σε εκτελέσιμο κώδικα) η ομάδα εντολών (block) που εκτελείται μετά από μία υποθετική εντολή (conditional statement)
- (σε σύστημα ελέγχου εκδόσεων) η αποκοπή πηγαίου κώδικα για περαιτέρω ανάπτυξη χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να παρεισφρήσουν λάθη στο δοκιμασμένο, αξιόπιστο και ενδεχομένως σε λειτουργία συνολικό λογισμικό

Στην υποθετική εντολή IF, αν η συνθήκη A είναι αληθής (true) εκτελείται ο κλάδος κώδικα B, αλλιώς ο C
Συγγενικά
Σύνθετα
-
Ramus (αποσαφήνιση) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
επιστημονικός κλάδος
Αναφορές
- κλάδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.