καθολικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθολικός η καθολική το καθολικό
      γενική του καθολικού της καθολικής του καθολικού
    αιτιατική τον καθολικό την καθολική το καθολικό
     κλητική καθολικέ καθολική καθολικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθολικοί οι καθολικές τα καθολικά
      γενική των καθολικών των καθολικών των καθολικών
    αιτιατική τους καθολικούς τις καθολικές τα καθολικά
     κλητική καθολικοί καθολικές καθολικά
Και θηλυκό καθολικιά (με σημασία ρωμαιοκαθολική) στον προφορικό λόγο.
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καθολικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καθολικός < καθόλου < καθ- + ὅλου
Και ουσιαστικοποιημένο.
Το εσωτερικό μιας καθολικής εκκλησίας.

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.θo.liˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καθολικός

Επίθετο

καθολικός, -ή, -ό

  1. που αναφέρεται σε ή περιλαμβάνει όλα τα μέλη ενός συνόλου
    Η καθολική αντίσταση του λαού απέναντι στον κατακτητή...
  2. (εκκλησιαστικός όρος) σχετικός με τον καθολικισμό
    η Καθολική Εκκλησία, το καθολικό δόγμα
    και με θηλυκό καθολικιά στον προφορικό λόγο[3]
     συνώνυμα: ρωμαιοκαθολικός, για Άραβες και Έλληνες: φραγκολεβαντίνος
  3. (πληροφορική)  δείτε τον όρο καθολική μεταβλητή

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

καθολικός αρσενικό (θηλυκό καθολική ή καθολικιά)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. καθολικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. καθολικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. καθολικιά - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καθολικός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καθολικός < καθόλου < καθ- + ὅλου

Επίθετο

καθολικός

  1. (σημασία: ολικός)
    1. γενικός, σε όλη την έκταση
    2. που έχει όλες τις εξουσίες
    3. κυριότερος, κεντρικός
  2. (εκκλησιαστικός όρος)
    1. γνήσιος, πραγματικός
    2. που είναι ορθόδοξος πιστός της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας
    3. που σχετίζεται ή αναφέρεται στη Δυτική Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία

Κλιτικοί τύποι

Συγγενικά

  • καθολικά (επίρρημα & ουδέτερο πληθυντικός, οι αισθήσεις)
  • καθολικάτον
  • καθολική (η αρχιεπισκοπή)
  • καθολικιανοί
  • καθολικῶς

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική καθολικός καθολική τὸ καθολικόν
      γενική τοῦ καθολικοῦ τῆς καθολικῆς τοῦ καθολικοῦ
      δοτική τῷ καθολικ τῇ καθολικ τῷ καθολικ
    αιτιατική τὸν καθολικόν τὴν καθολικήν τὸ καθολικόν
     κλητική ! καθολικέ καθολική καθολικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ καθολικοί αἱ καθολικαί τὰ καθολικᾰ́
      γενική τῶν καθολικῶν τῶν καθολικῶν τῶν καθολικῶν
      δοτική τοῖς καθολικοῖς ταῖς καθολικαῖς τοῖς καθολικοῖς
    αιτιατική τοὺς καθολικούς τὰς καθολικᾱ́ς τὰ καθολικᾰ́
     κλητική ! καθολικοί καθολικαί καθολικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ καθολικώ τὼ καθολικᾱ́ τὼ καθολικώ
      γεν-δοτ τοῖν καθολικοῖν τοῖν καθολικαῖν τοῖν καθολικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καθολικός < καθόλου στη σημασία καθ' ὅλου (καθ' ολοκληρίαν) < καθ- + ὅλου

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

  1. καθολικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. καθολικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.