global

Αγγλικά (en)

Επίθετο

global (en)

  1. σφαιρικός, που έχει το σχήμα σφαίρας
  2. παγκόσμιος, που αφορά όλη τη γη
  3. (πληροφορική) καθολική, για μεταβλητή που είναι προσπελάσιμη από οποιοδήποτε σημείο ενός προγράμματος (πχ. variable of global scope)
     αντώνυμα: local

Συγγενικά



Γαλλικά (fr)

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό global globaux
θηλυκό globale globales

Επίθετο

global (fr)

Συγγενικά



Γερμανικά (de)

Προφορά

 

Επίθετο

global (de)

  1. παγκοσμιοποιημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.