καθολικεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καθολικεύομαι | καθολικευόμουν(α) | θα καθολικεύομαι | να καθολικεύομαι | ||
| β' ενικ. | καθολικεύεσαι | καθολικευόσουν(α) | θα καθολικεύεσαι | να καθολικεύεσαι | (καθολικεύου) | |
| γ' ενικ. | καθολικεύεται | καθολικευόταν(ε) | θα καθολικεύεται | να καθολικεύεται | ||
| α' πληθ. | καθολικευόμαστε | καθολικευόμαστε καθολικευόμασταν |
θα καθολικευόμαστε | να καθολικευόμαστε | ||
| β' πληθ. | καθολικεύεστε | καθολικευόσαστε καθολικευόσασταν |
θα καθολικεύεστε | να καθολικεύεστε | (καθολικεύεστε) | |
| γ' πληθ. | καθολικεύονται | καθολικεύονταν καθολικευόντουσαν |
θα καθολικεύονται | να καθολικεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καθολικεύτηκα | θα καθολικευτώ | να καθολικευτώ | καθολικευτεί | ||
| β' ενικ. | καθολικεύτηκες | θα καθολικευτείς | να καθολικευτείς | καθολικεύσου | ||
| γ' ενικ. | καθολικεύτηκε | θα καθολικευτεί | να καθολικευτεί | |||
| α' πληθ. | καθολικευτήκαμε | θα καθολικευτούμε | να καθολικευτούμε | |||
| β' πληθ. | καθολικευτήκατε | θα καθολικευτείτε | να καθολικευτείτε | καθολικευτείτε | ||
| γ' πληθ. | καθολικεύτηκαν καθολικευτήκαν(ε) |
θα καθολικευτούν(ε) | να καθολικευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω καθολικευτεί | είχα καθολικευτεί | θα έχω καθολικευτεί | να έχω καθολικευτεί | καθολικευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις καθολικευτεί | είχες καθολικευτεί | θα έχεις καθολικευτεί | να έχεις καθολικευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει καθολικευτεί | είχε καθολικευτεί | θα έχει καθολικευτεί | να έχει καθολικευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε καθολικευτεί | είχαμε καθολικευτεί | θα έχουμε καθολικευτεί | να έχουμε καθολικευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε καθολικευτεί | είχατε καθολικευτεί | θα έχετε καθολικευτεί | να έχετε καθολικευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν καθολικευτεί | είχαν καθολικευτεί | θα έχουν καθολικευτεί | να έχουν καθολικευτεί | ||
Μεταφράσεις
καθολικεύομαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.