καθολίκευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθολίκευση οι καθολικεύσεις
      γενική της καθολίκευσης* των καθολικεύσεων
    αιτιατική την καθολίκευση τις καθολικεύσεις
     κλητική καθολίκευση καθολικεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθολικεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθολίκευση < καθολικεύω + -ση

Ουσιαστικό

καθολίκευση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.