καθολικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καθολικό | τα | καθολικά |
| γενική | του | καθολικού | των | καθολικών |
| αιτιατική | το | καθολικό | τα | καθολικά |
| κλητική | καθολικό | καθολικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καθολικό < ουδέτερο του επιθέτου καθολικός
Ουσιαστικό
καθολικό ουδέτερο
- (θρησκεία) ο κεντρικός ναός μιας μονής, στον οποίο μαζεύονται κατά την τέλεση των ακολουθιών όλοι οι μοναχοί
- ※ Η πόρτα του καθολικού ήταν ακόμα ανοιχτή και οι ευωδιές από το λιβάνι και τα θυμιάματα σκορπίζονταν σε όλη την αυλή. (Ισίδωρος Ζουργός (2014) Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο [μυθιστόρημα])
- (θρησκεία) το κεντρικό μέρος μιας εκκλησίας, μεταξύ του ιερού και του νάρθηκα
- (λογιστική) το βιβλίο που συγκεντρώνει όλους τους λογαριασμούς της επιχείρησης από το ημερολόγιο
Μεταφράσεις
καθολικό
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.