καθολικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθολικά < καθολικός

Επίρρημα

καθολικά

  1. με καθολικό τρόπο, συνολικά
  2. σύμφωνα με το καθολικό δόγμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

καθολικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.