καθολικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθολικότητα οι καθολικότητες
      γενική της καθολικότητας των καθολικοτήτων
    αιτιατική την καθολικότητα τις καθολικότητες
     κλητική καθολικότητα καθολικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καθολικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα καθολικ(ότης) + -ότητα < καθολικός (απόδοση για τη γαλλική universalité) [1]

Ουσιαστικό

καθολικότητα θηλυκό

  1. (χριστιανισμός) το να είναι κάποιος καθολικός
  2. η γενικότητα, η οικουμενικότητα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.