ρωμαιοκαθολικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρωμαιοκαθολικός η ρωμαιοκαθολική το ρωμαιοκαθολικό
      γενική του ρωμαιοκαθολικού της ρωμαιοκαθολικής του ρωμαιοκαθολικού
    αιτιατική τον ρωμαιοκαθολικό τη ρωμαιοκαθολική το ρωμαιοκαθολικό
     κλητική ρωμαιοκαθολικέ ρωμαιοκαθολική ρωμαιοκαθολικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρωμαιοκαθολικοί οι ρωμαιοκαθολικές τα ρωμαιοκαθολικά
      γενική των ρωμαιοκαθολικών των ρωμαιοκαθολικών των ρωμαιοκαθολικών
    αιτιατική τους ρωμαιοκαθολικούς τις ρωμαιοκαθολικές τα ρωμαιοκαθολικά
     κλητική ρωμαιοκαθολικοί ρωμαιοκαθολικές ρωμαιοκαθολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ρωμαιοκαθολικός < Ρωμαίος + -ο- + καθολικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Roman Catholic[1])

Επίθετο

ρωμαιοκαθολικός

  1. (θρησκεία) ο καθολικός, που έχει ως θρησκεία του τον ρωμαιοκαθολικισμό
  2. (θρησκεία) (ουσιαστικοποιημένο) ρωμαιοκαθολικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.