ρωμαιοκαθολικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρωμαιοκαθολικός | η | ρωμαιοκαθολική | το | ρωμαιοκαθολικό |
| γενική | του | ρωμαιοκαθολικού | της | ρωμαιοκαθολικής | του | ρωμαιοκαθολικού |
| αιτιατική | τον | ρωμαιοκαθολικό | τη | ρωμαιοκαθολική | το | ρωμαιοκαθολικό |
| κλητική | ρωμαιοκαθολικέ | ρωμαιοκαθολική | ρωμαιοκαθολικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρωμαιοκαθολικοί | οι | ρωμαιοκαθολικές | τα | ρωμαιοκαθολικά |
| γενική | των | ρωμαιοκαθολικών | των | ρωμαιοκαθολικών | των | ρωμαιοκαθολικών |
| αιτιατική | τους | ρωμαιοκαθολικούς | τις | ρωμαιοκαθολικές | τα | ρωμαιοκαθολικά |
| κλητική | ρωμαιοκαθολικοί | ρωμαιοκαθολικές | ρωμαιοκαθολικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
ρωμαιοκαθολικός
- (θρησκεία) ο καθολικός, που έχει ως θρησκεία του τον ρωμαιοκαθολικισμό
- (θρησκεία) (ουσιαστικοποιημένο) ρωμαιοκαθολικός
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ρωμαιοκαθολικός
- ρωμαιοκαθολικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.