φραγκολεβαντίνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φραγκολεβαντίνος | οι | φραγκολεβαντίνοι |
| γενική | του | φραγκολεβαντίνου | των | φραγκολεβαντίνων |
| αιτιατική | τον | φραγκολεβαντίνο | τους | φραγκολεβαντίνους |
| κλητική | φραγκολεβαντίνε | φραγκολεβαντίνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φραγκολεβαντίνος < Φράγκος + Λεβαντίνος ( < Λεβάντε)
Ουσιαστικό
φραγκολεβαντίνος αρσενικό, φραγκολεβαντίνα και φραγκολεβαντίνη θηλυκό
- άντρας ευρωπαϊκής καταγωγής, ιδιαίτερα ιταλο-γαλλικής, του οποίου η οικογένεια έχει εγκατασταθεί από παλιά σε χώρα της Εγγύς Ανατολής
- καθολικός, απόγονος ευρωπαίου, κάτοικος περιοχής επηρεασμένης από παλαιότερη ευρωπαϊκή κατάκτηση, που σχετίζεται με λατινόφωνη χώρα
- (μειωτικό) άνθρωπος χωρίς εθνική ή ηθική συνείδηση
- (μειωτικό) μαλθακό άτομο με δυτική παιδεία, ήθη και τρόπο ζωής
Συνώνυμα
- λατινόφωνος καθολικός της ανατολής
- Άραβας ή Έλληνας ρωμαιοκαθολικός
- άνθρωπος της ανατολής επηρεασμένος πολιτισμικά από λατινόφωνο και καθολικό πολιτισμό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.