καθολικεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καθολικεύω < καθολικ(ός) + -εύω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική généraliser)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.θo.liˈce.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐θο‐λι‐κεύ‐ω
Ρήμα
καθολικεύω, αόρ.: καθολίκευσα, παθ.φωνή: καθολικεύομαι, π.αόρ.: καθολικεύτηκα, μτχ.π.π.: καθολικευμένος
Συγγενικά
- καθολίκευση
- καθολικίζω (θρησκευτική σημασία)
- → και δείτε τις λέξεις καθολικός, κατά και όλος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καθολικεύω | καθολίκευα | θα καθολικεύω | να καθολικεύω | καθολικεύοντας | |
| β' ενικ. | καθολικεύεις | καθολίκευες | θα καθολικεύεις | να καθολικεύεις | καθολίκευε | |
| γ' ενικ. | καθολικεύει | καθολίκευε | θα καθολικεύει | να καθολικεύει | ||
| α' πληθ. | καθολικεύουμε | καθολικεύαμε | θα καθολικεύουμε | να καθολικεύουμε | ||
| β' πληθ. | καθολικεύετε | καθολικεύατε | θα καθολικεύετε | να καθολικεύετε | καθολικεύετε | |
| γ' πληθ. | καθολικεύουν(ε) | καθολίκευαν καθολικεύαν(ε) |
θα καθολικεύουν(ε) | να καθολικεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καθολίκευσα | θα καθολικεύσω | να καθολικεύσω | καθολικεύσει | ||
| β' ενικ. | καθολίκευσες | θα καθολικεύσεις | να καθολικεύσεις | καθολίκευσε | ||
| γ' ενικ. | καθολίκευσε | θα καθολικεύσει | να καθολικεύσει | |||
| α' πληθ. | καθολικεύσαμε | θα καθολικεύσουμε | να καθολικεύσουμε | |||
| β' πληθ. | καθολικεύσατε | θα καθολικεύσετε | να καθολικεύσετε | καθολικεύστε | ||
| γ' πληθ. | καθολίκευσαν καθολικεύσαν(ε) |
θα καθολικεύσουν(ε) | να καθολικεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καθολικεύσει | είχα καθολικεύσει | θα έχω καθολικεύσει | να έχω καθολικεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καθολικεύσει | είχες καθολικεύσει | θα έχεις καθολικεύσει | να έχεις καθολικεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καθολικεύσει | είχε καθολικεύσει | θα έχει καθολικεύσει | να έχει καθολικεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καθολικεύσει | είχαμε καθολικεύσει | θα έχουμε καθολικεύσει | να έχουμε καθολικεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καθολικεύσει | είχατε καθολικεύσει | θα έχετε καθολικεύσει | να έχετε καθολικεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καθολικεύσει | είχαν καθολικεύσει | θα έχουν καθολικεύσει | να έχουν καθολικεύσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καθολικεύομαι | καθολικευόμουν(α) | θα καθολικεύομαι | να καθολικεύομαι | ||
| β' ενικ. | καθολικεύεσαι | καθολικευόσουν(α) | θα καθολικεύεσαι | να καθολικεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | καθολικεύεται | καθολικευόταν(ε) | θα καθολικεύεται | να καθολικεύεται | ||
| α' πληθ. | καθολικευόμαστε | καθολικευόμαστε καθολικευόμασταν |
θα καθολικευόμαστε | να καθολικευόμαστε | ||
| β' πληθ. | καθολικεύεστε | καθολικευόσαστε καθολικευόσασταν |
θα καθολικεύεστε | να καθολικεύεστε | (καθολικεύεστε) | |
| γ' πληθ. | καθολικεύονται | καθολικεύονταν καθολικευόντουσαν |
θα καθολικεύονται | να καθολικεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καθολικεύτηκα | θα καθολικευτώ | να καθολικευτώ | καθολικευτεί | ||
| β' ενικ. | καθολικεύτηκες | θα καθολικευτείς | να καθολικευτείς | καθολικεύσου | ||
| γ' ενικ. | καθολικεύτηκε | θα καθολικευτεί | να καθολικευτεί | |||
| α' πληθ. | καθολικευτήκαμε | θα καθολικευτούμε | να καθολικευτούμε | |||
| β' πληθ. | καθολικευτήκατε | θα καθολικευτείτε | να καθολικευτείτε | καθολικευτείτε | ||
| γ' πληθ. | καθολικεύτηκαν καθολικευτήκαν(ε) |
θα καθολικευτούν(ε) | να καθολικευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω καθολικευτεί | είχα καθολικευτεί | θα έχω καθολικευτεί | να έχω καθολικευτεί | καθολικευμένος | |
| β' ενικ. | έχεις καθολικευτεί | είχες καθολικευτεί | θα έχεις καθολικευτεί | να έχεις καθολικευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει καθολικευτεί | είχε καθολικευτεί | θα έχει καθολικευτεί | να έχει καθολικευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε καθολικευτεί | είχαμε καθολικευτεί | θα έχουμε καθολικευτεί | να έχουμε καθολικευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε καθολικευτεί | είχατε καθολικευτεί | θα έχετε καθολικευτεί | να έχετε καθολικευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν καθολικευτεί | είχαν καθολικευτεί | θα έχουν καθολικευτεί | να έχουν καθολικευτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι καθολικευμένος - είμαστε, είστε, είναι καθολικευμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν καθολικευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν καθολικευμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι καθολικευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι καθολικευμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι καθολικευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι καθολικευμένοι | |||||
Μεταφράσεις
καθολικεύω
|
Αναφορές
- καθολικεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.