καθολικεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθολικεύω < καθολικ(ός) + -εύω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική généraliser)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.θo.liˈce.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καθολικεύω

Ρήμα

καθολικεύω, αόρ.: καθολίκευσα, παθ.φωνή: καθολικεύομαι, π.αόρ.: καθολικεύτηκα, μτχ.π.π.: καθολικευμένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.