γνήσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γνήσιος | η | γνήσια | το | γνήσιο |
| γενική | του | γνήσιου | της | γνήσιας | του | γνήσιου |
| αιτιατική | τον | γνήσιο | τη | γνήσια | το | γνήσιο |
| κλητική | γνήσιε | γνήσια | γνήσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γνήσιοι | οι | γνήσιες | τα | γνήσια |
| γενική | των | γνήσιων | των | γνήσιων | των | γνήσιων |
| αιτιατική | τους | γνήσιους | τις | γνήσιες | τα | γνήσια |
| κλητική | γνήσιοι | γνήσιες | γνήσια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γνήσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γνήσιος [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣni.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γνή‐σι‐ος
Επίθετο
γνήσιος, -α, -ο
- που έχει τα αυθεντικά χαρακτηριστικά του είδους του, την προέλευση ή την ποιότητα που του αποδίδεται, που είναι αυτό που πραγματικά δηλώνεται, χωρίς να έχει νοθευτεί και χωρίς να αποτελεί απομίμηση
- πηγαίος και ειλικρινής
- που γεννήθηκε από νόμιμο γάμο
Συγγενικά
Αναφορές
- γνήσιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.