espace

Γαλλικά (fr)


Ετυμολογία

espace < λατινική spatium

Προφορά

ΔΦΑ : /ɛs.pas/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
espace espaces

espace (fr) αρσενικό

  1. ο χώρος
  2. το διάστημα

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
espace espaces

espace (fr) θηλυκό

  1. (στην τυπογραφία) μεταλλικό εξάρτημα που χρησιμεύει για να εμφανίζει ένα κενό μεταξύ των λέξεων
  2. το κενό μεταξύ δύο λέξεων (ή και γραμμάτων)

Συγγενικά

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.