χωρίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χωρίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χωρίζω < χωρίς[1] ή χῶρος[1]

Ρήμα

χωρίζω (παθητικό: χωρίζομαι)

  1. (μεταβατικό) διασπώ κάτι στα μέρη του
  2. (μεταβατικό) απομακρύνω κάτι από κάτι άλλο
    κανείς δεν πρέπει να χωρίζει το παιδί από τη μάνα του
  3. (μεταβατικό) (ειδικότερα) σταματώ μια συμπλοκή μεταξύ δύο ατόμων
    δυο παιδιά τσακώνονταν στο προαύλιο και μπήκαν στη μέση οι δάσκαλοι να τους χωρίσουν
  4. σταματώ να βρίσκομαι σε ερωτική σχέση· παίρνω διαζύγιο (αν πρόκειται για γάμο)
    (αμετάβατο) ο Γιώργος χώρισε
    (αλληλοπαθές) ο Γιώργος και η Μαίρη χωρίσανε
    (μεταβατικό) η Μαίρη απείλησε το Γιώργο ότι θα τον χωρίσει
  5. (παθητικό) διαιρούμαι
    Χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα
    Η περιουσία χωρίστηκε στα πέντε, γιατί δεν μπορούσαν να συννενοηθούν μεταξύ τους να το δώσουν αντιπαροχή

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χωρίζω < χωρίς [1] ή χῶρος[1]

Ρήμα

χωρίζω

  1. διακρίνω, αποχωρίζω
  2. διαιρώ
    χωρίζεσθαι καὶ διασπᾶν
  3. (στην παθητική φωνή) διαφέρω
     δείτε και τη μετοχή κεχωρισμένος
  4. αποχωρίζομαι, παίρνω διαζύγιο

Παράγωγα

μετοχές:

Σύνθετα

  • ἀναχωρίζω
  • ἀποχωρίζω
  • διαχωρίζω
  • ἐγκαταχωρίζω
  • ἐκχωρίζω
  • καταχωρίζω
  • μεταχωρίζω
  • παραχωρίζω
  • προκαταχωρίζω
  • προσκαταχωρίζω
  • συγκαταχωρίζω
  • συγχωρίζω
  • ὑποχωρίζω

Δε σχετίζεται το ἐξιχωρίζω < ἐξ - ἰχώρ

Συγγενικά

Πηγές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.