αποχωρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποχωρώ < αρχαία ελληνική ἀποχωρῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.xoˈɾo/

Ρήμα

αποχωρώ

  1. φεύγω οικειοθελώς από κάπου
  2. παραιτούμαι, εγκαταλείπω οριστικά
    αποχωρώ από την ενεργό δράση
  3. παύω να συμμετέχω σε μια συνεδρίαση ή μια συλλογική οντότητα (συμμαχία, ένωση, κόμμα κ.λπ.)
    κάποια μέλη του συμβουλίου αποχώρησαν μετά την απόφαση για να εκφράσουν την αντίθεσή τους
    η ναζιστική Γερμανία αποχώρησε από την Κοινωνία των Εθνών το 1933

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.