αναφορά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναφορά | οι | αναφορές |
| γενική | της | αναφοράς | των | αναφορών |
| αιτιατική | την | αναφορά | τις | αναφορές |
| κλητική | αναφορά | αναφορές | ||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναφορά < αρχαία ελληνική ἀναφορά < ἀναφέρω
Ουσιαστικό
αναφορά θηλυκό
- η έκθεση γεγονότων σε γραπτό ή προφορικό λόγο
- ο συσχετισμός δύο πραγμάτων
- (πληροφορική) reference: σχέση, όπου οντότητα που δεν περιέχει τα πραγματικά δεδομένα, περιέχει πληροφορία που παραπέμπει σε άλλη οντότητα, η οποία περιέχει τα δεδομένα
- (λειτουργικά συστήματα) αρχείο που παραπέμπει στο πραγματικό αρχείο με τα δεδομένα
- (προγραμματισμός) μεταβλητή που παραπέμπει σε θέση μνήμης, όπου είναι αποθηκευμένα τα δεδομένα
Συγγενικά
- αναφέρω
- αναφερόμενος
- αναφερθείς
- αναφέρομαι
- αναφέρσιμος
- αναφέρων
- αναφορικά
- αναφορικός
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.