αναφορά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναφορά οι αναφορές
      γενική της αναφοράς των αναφορών
    αιτιατική την αναφορά τις αναφορές
     κλητική αναφορά αναφορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναφορά < αρχαία ελληνική ἀναφορά < ἀναφέρω

Ουσιαστικό

αναφορά θηλυκό

  1. η έκθεση γεγονότων σε γραπτό ή προφορικό λόγο
  2. ο συσχετισμός δύο πραγμάτων
  3. (πληροφορική) reference: σχέση, όπου οντότητα που δεν περιέχει τα πραγματικά δεδομένα, περιέχει πληροφορία που παραπέμπει σε άλλη οντότητα, η οποία περιέχει τα δεδομένα
    1. (λειτουργικά συστήματα) αρχείο που παραπέμπει στο πραγματικό αρχείο με τα δεδομένα
    2. (προγραμματισμός) μεταβλητή που παραπέμπει σε θέση μνήμης, όπου είναι αποθηκευμένα τα δεδομένα
       συνώνυμα: δείκτης

Συνώνυμα

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.