εισχωρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εισχωρώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εἰσχωρῶ, συνηρημένο τύπο του εἰσχωρέω[1] < εἰς + αρχαία ελληνική χωρέω / χωρῶ < χῶρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος). Συγχρονικά αναλύεται σε εισ- + χωρώ, χώρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.sxoˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐σχω‐ρώ
- παλιότερος συλλαβισμός : εισ‐χω‐ρώ
Ρήμα
εισχωρώ, πρτ.: εισχωρούσα, αόρ.: εισχώρησα (χωρίς παθητική φωνή)
- εισέρχομαι (σε κάτι στενό)
- το γαστροσκόπιο εισχώρησε και η εξέταση κράτησε 7 λεπτά
Συγγενικά
- αλληλοεισχώρηση
- εισχώρηση
- → δείτε τις λέξεις εις, χωρώ και χώρος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εισχωρώ | εισχωρούσα | θα εισχωρώ | να εισχωρώ | εισχωρώντας | |
| β' ενικ. | εισχωρείς | εισχωρούσες | θα εισχωρείς | να εισχωρείς | ||
| γ' ενικ. | εισχωρεί | εισχωρούσε | θα εισχωρεί | να εισχωρεί | ||
| α' πληθ. | εισχωρούμε | εισχωρούσαμε | θα εισχωρούμε | να εισχωρούμε | ||
| β' πληθ. | εισχωρείτε | εισχωρούσατε | θα εισχωρείτε | να εισχωρείτε | εισχωρείτε | |
| γ' πληθ. | εισχωρούν(ε) | εισχωρούσαν(ε) | θα εισχωρούν(ε) | να εισχωρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εισχώρησα | θα εισχωρήσω | να εισχωρήσω | εισχωρήσει | ||
| β' ενικ. | εισχώρησες | θα εισχωρήσεις | να εισχωρήσεις | εισχώρησε | ||
| γ' ενικ. | εισχώρησε | θα εισχωρήσει | να εισχωρήσει | |||
| α' πληθ. | εισχωρήσαμε | θα εισχωρήσουμε | να εισχωρήσουμε | |||
| β' πληθ. | εισχωρήσατε | θα εισχωρήσετε | να εισχωρήσετε | εισχωρήστε | ||
| γ' πληθ. | εισχώρησαν εισχωρήσαν(ε) |
θα εισχωρήσουν(ε) | να εισχωρήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εισχωρήσει | είχα εισχωρήσει | θα έχω εισχωρήσει | να έχω εισχωρήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εισχωρήσει | είχες εισχωρήσει | θα έχεις εισχωρήσει | να έχεις εισχωρήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εισχωρήσει | είχε εισχωρήσει | θα έχει εισχωρήσει | να έχει εισχωρήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εισχωρήσει | είχαμε εισχωρήσει | θα έχουμε εισχωρήσει | να έχουμε εισχωρήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εισχωρήσει | είχατε εισχωρήσει | θα έχετε εισχωρήσει | να έχετε εισχωρήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εισχωρήσει | είχαν εισχωρήσει | θα έχουν εισχωρήσει | να έχουν εισχωρήσει |
| |
Αναφορές
- εισχωρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.