τρισδιάστατος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρισδιάστατος η τρισδιάστατη το τρισδιάστατο
      γενική του τρισδιάστατου της τρισδιάστατης του τρισδιάστατου
    αιτιατική τον τρισδιάστατο την τρισδιάστατη το τρισδιάστατο
     κλητική τρισδιάστατε τρισδιάστατη τρισδιάστατο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρισδιάστατοι οι τρισδιάστατες τα τρισδιάστατα
      γενική των τρισδιάστατων των τρισδιάστατων των τρισδιάστατων
    αιτιατική τους τρισδιάστατους τις τρισδιάστατες τα τρισδιάστατα
     κλητική τρισδιάστατοι τρισδιάστατες τρισδιάστατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

τρισδιάστατος < τρισ- + διάστα(σις) + -τος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική à trois dimensions ή από τη γερμανική dreidimensional[1]

Επίθετο

τρισδιάστατος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.