domain

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

domain (en)

  1. επικράτεια, κτήση
  2. σφαίρα επιρροής
  3. τομέας
  4. (μαθηματικά) πεδίο ορισμού
  5. (πληροφορική) τομέας
  6. (βάσεις δεδομένων) πεδίο ορισμού[1]
    Συμβολισμός: dom
    Υπερώνυμα: constraint

Πολυλεκτικοί όροι

  • domain στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. (Αγγλικά) The Relational Model. Προσπέλαση 2020-02-07
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.