domain
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
domain (en)
- επικράτεια, κτήση
- σφαίρα επιρροής
- τομέας
- (μαθηματικά) πεδίο ορισμού
- (πληροφορική) τομέας
- (βάσεις δεδομένων) πεδίο ορισμού[1]
- Συμβολισμός: dom
- Υπερώνυμα: constraint
Πολυλεκτικοί όροι
-
domain στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- (Αγγλικά) The Relational Model. Προσπέλαση 2020-02-07
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.