καταχωρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταχωρώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καταχωρῶ, συνηρημένος τύπος του καταχωρέω (υποχωρώ σε αίτημα, σε αξίωση) με εσφαλμένη ταύτιση προς το καταχωρίζω [1] λόγω της κοινής προφοράς /kataˈxoɾisa/ σε αοριστικούς τύπους όπως καταχώρησα & καταχώρισα. Συγκρίνετε το μεσαιωνικό καταχώρεση (υποταγή, υποχώρηση).

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ta.xoˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταχωρώ

Ρήμα

καταχωρώ, -είς,..., πρτ.: καταχωρούσα, αόρ.: καταχώρησα, παθ.φωνή: καταχωρούμαι, μτχ.π.ε.: καταχωρούμενος, π.αόρ.: καταχωρήθηκα, μτχ.π.π.: καταχωρημένος

  1. εγγράφω, καταγράφω, πρωτοκολλώ
  2. {σπανιότερα) δημοσιεύω [2]
  3. άλλη μορφή του καταχωρίζω
    Σημείωση: το καταχωρίζω, με τη σημασία του ταξινομώ, εγγράφω σε ορισμένη θέση [3]

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. καταχωρώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. καταχωρώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.