υπαναχωρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υπαναχωρώ < αρχαία ελληνική ὑπαναχωρέω / ὑπαναχωρῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /i.pa.na.xoˈɾo/

Ρήμα

υπαναχωρώ

  1. υποχωρώ, αποσύρομαι διακριτικά
  2. (μεταφορικά) αναιρώ προηγούμενες δηλώσεις, ιδέες, πεποιθήσεις κ.λπ.
     συνώνυμα: ανακαλώ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.