προσχωρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσχωρώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προσχωρῶ, συνηρημένος τύπος του προσχωρέω < προσ- + χωρέω / χωρῶ
Ρήμα
προσχωρώ, αόρ.: προσχώρησα (χωρίς παθητική φωνή)
- εντάσσομαι σε ένα σύνολο αποδεχόμενος τις αρχές και τις θέσεις του
- συμφωνώ, υιοθετώ
Συγγενικά
- προσχώρηση
- → δείτε τις λέξεις προς, χωρώ και χώρος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσχωρώ | προσχωρούσα | θα προσχωρώ | να προσχωρώ | προσχωρώντας | |
| β' ενικ. | προσχωρείς | προσχωρούσες | θα προσχωρείς | να προσχωρείς | (προσχώρει) | |
| γ' ενικ. | προσχωρεί | προσχωρούσε | θα προσχωρεί | να προσχωρεί | ||
| α' πληθ. | προσχωρούμε | προσχωρούσαμε | θα προσχωρούμε | να προσχωρούμε | ||
| β' πληθ. | προσχωρείτε | προσχωρούσατε | θα προσχωρείτε | να προσχωρείτε | προσχωρείτε | |
| γ' πληθ. | προσχωρούν(ε) | προσχωρούσαν(ε) | θα προσχωρούν(ε) | να προσχωρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσχώρησα | θα προσχωρήσω | να προσχωρήσω | προσχωρήσει | ||
| β' ενικ. | προσχώρησες | θα προσχωρήσεις | να προσχωρήσεις | προσχώρησε | ||
| γ' ενικ. | προσχώρησε | θα προσχωρήσει | να προσχωρήσει | |||
| α' πληθ. | προσχωρήσαμε | θα προσχωρήσουμε | να προσχωρήσουμε | |||
| β' πληθ. | προσχωρήσατε | θα προσχωρήσετε | να προσχωρήσετε | προσχωρήστε | ||
| γ' πληθ. | προσχώρησαν προσχωρήσαν(ε) |
θα προσχωρήσουν(ε) | να προσχωρήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προσχωρήσει | είχα προσχωρήσει | θα έχω προσχωρήσει | να έχω προσχωρήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προσχωρήσει | είχες προσχωρήσει | θα έχεις προσχωρήσει | να έχεις προσχωρήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προσχωρήσει | είχε προσχωρήσει | θα έχει προσχωρήσει | να έχει προσχωρήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσχωρήσει | είχαμε προσχωρήσει | θα έχουμε προσχωρήσει | να έχουμε προσχωρήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προσχωρήσει | είχατε προσχωρήσει | θα έχετε προσχωρήσει | να έχετε προσχωρήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσχωρήσει | είχαν προσχωρήσει | θα έχουν προσχωρήσει | να έχουν προσχωρήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.