οικόπεδο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οικόπεδο τα οικόπεδα
      γενική του οικοπέδου
& οικόπεδου
των οικοπέδων
    αιτιατική το οικόπεδο τα οικόπεδα
     κλητική οικόπεδο οικόπεδα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οικόπεδο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική οἰκόπεδον[1] < οἶκος + πέδον

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈko.pe.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οικόπεδο

Ουσιαστικό

οικόπεδο ουδέτερο

  1. τμήμα γης στο οποίο έχει ή προορίζεται να ανεγερθεί ένα κτίριο
  2. (μεταφορικά) χώρος ευθύνης ή πεδίο όπου κάποιος έχει ειδίκευση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.