εκχωρώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκχωρώ < αρχαία ελληνική ἐκχωρέω / ἐκχωρῶ < ἐκ + χωρέω / χωρῶ

Ρήμα

εκχωρώ (παθητική φωνή: εκχωρούμαι)

  1. (μεταβατικό) μεταβιβάζω σε κάποιον άλλον κάποιο αντικείμενο ή δικαίωμα
  2. (προγραμματισμός) δίνω τιμή σε μεταβλητή (variable)
     συνώνυμα: αναθέτω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.