εκχωρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκχωρώ < αρχαία ελληνική ἐκχωρέω / ἐκχωρῶ < ἐκ + χωρέω / χωρῶ
Ρήμα
εκχωρώ (παθητική φωνή: εκχωρούμαι)
- (μεταβατικό) μεταβιβάζω σε κάποιον άλλον κάποιο αντικείμενο ή δικαίωμα
- (προγραμματισμός) δίνω τιμή σε μεταβλητή (variable)
Συγγενικά
- ανεκχώρητος
- εκχωρημένος
- εκχώρηση
- εκχωρητήριο
- εκχωρητήριος
- εκχωρητής
- εκχωρήτρια
- → δείτε τις λέξεις εκ, χωρώ και χώρος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκχωρώ | εκχωρούσα | θα εκχωρώ | να εκχωρώ | εκχωρώντας | |
| β' ενικ. | εκχωρείς | εκχωρούσες | θα εκχωρείς | να εκχωρείς | (εκχώρει) | |
| γ' ενικ. | εκχωρεί | εκχωρούσε | θα εκχωρεί | να εκχωρεί | ||
| α' πληθ. | εκχωρούμε | εκχωρούσαμε | θα εκχωρούμε | να εκχωρούμε | ||
| β' πληθ. | εκχωρείτε | εκχωρούσατε | θα εκχωρείτε | να εκχωρείτε | εκχωρείτε | |
| γ' πληθ. | εκχωρούν(ε) | εκχωρούσαν(ε) | θα εκχωρούν(ε) | να εκχωρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκχώρησα | θα εκχωρήσω | να εκχωρήσω | εκχωρήσει | ||
| β' ενικ. | εκχώρησες | θα εκχωρήσεις | να εκχωρήσεις | εκχώρησε | ||
| γ' ενικ. | εκχώρησε | θα εκχωρήσει | να εκχωρήσει | |||
| α' πληθ. | εκχωρήσαμε | θα εκχωρήσουμε | να εκχωρήσουμε | |||
| β' πληθ. | εκχωρήσατε | θα εκχωρήσετε | να εκχωρήσετε | εκχωρήστε | ||
| γ' πληθ. | εκχώρησαν εκχωρήσαν(ε) |
θα εκχωρήσουν(ε) | να εκχωρήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εκχωρήσει | είχα εκχωρήσει | θα έχω εκχωρήσει | να έχω εκχωρήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εκχωρήσει | είχες εκχωρήσει | θα έχεις εκχωρήσει | να έχεις εκχωρήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εκχωρήσει | είχε εκχωρήσει | θα έχει εκχωρήσει | να έχει εκχωρήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκχωρήσει | είχαμε εκχωρήσει | θα έχουμε εκχωρήσει | να έχουμε εκχωρήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εκχωρήσει | είχατε εκχωρήσει | θα έχετε εκχωρήσει | να έχετε εκχωρήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκχωρήσει | είχαν εκχωρήσει | θα έχουν εκχωρήσει | να έχουν εκχωρήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.