λύπη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λύπη | οι | λύπες |
| γενική | της | λύπης | — | |
| αιτιατική | τη | λύπη | τις | λύπες |
| κλητική | λύπη | λύπες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λύπη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λύπη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈli.pi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λύ‐πη
- ομόηχα: λείπει, λίπη
- τονικό παρώνυμο: λυπεί
Ουσιαστικό
λύπη θηλυκό
- το συναίσθημα του πόνου ή της στενοχώριας που προκαλεί μια αρνητική και απευκταία κατάσταση ή γεγονός
- ο οίκτος, η λύπηση για κάποιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| λῡπα- | |||||
| ονομαστική | ἡ | λύπη | αἱ | λῦπαι | |
| γενική | τῆς | λύπης | τῶν | λυπῶν | |
| δοτική | τῇ | λύπῃ | ταῖς | λύπαις | |
| αιτιατική | τὴν | λύπην | τὰς | λύπᾱς | |
| κλητική ὦ! | λύπη | λῦπαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λύπᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | λύπαιν | |||
| Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- λύπη, ήδη τον 6ο αιώνα < (ίσως) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leup-[1]
Ουσιαστικό
λύπη (ῡ) θηλυκό
- δυσάρεστη σωματική αίσθηση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1217 (1215-1220)
- ἐπεὶ πολλὰ μὲν αἱ μακραὶ | ἁμέραι κατέθεντο δὴ | λύπας ἐγγυτέρω, τὰ τέρ- | ποντα δ᾽ οὐκ ἂν ἴδοις ὅπου, | ὅταν τις ἐς πλέον πέσῃ | τοῦ δέοντος·
- Γιατί οι πολλές ημέρες που μακραίνουν | φέρνουν τις λύπες πιο κοντά· | χαρές δεν πρόκειται να δεις | όπου η ζωή τραβάει σε μάκρος, | πέρα απ᾽ το θεμιτό της μέτρο.
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ※ λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους. (Ευριπίδης, Fragmenta, 1071, 1)
- ≠ αντώνυμα: ἡδονή
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1217 (1215-1220)
- συναίσθημα λύπης
Συγγενικά
(Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- λύπη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λύπη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.