γλυκασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γλυκασμός οι γλυκασμοί
      γενική του γλυκασμού των γλυκασμών
    αιτιατική τον γλυκασμό τους γλυκασμούς
     κλητική γλυκασμέ γλυκασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλυκασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γλυκασμός

Ουσιαστικό

γλυκασμός αρσενικό

  1. γλυκύτητα, χαρά, ευχαρίστηση
    ο γλυκασμός των αγγέλων, των θλιβομένων η χαρά, Χριστιανών η προστάτις, Παρθένε Μήτηρ Κυρίου (Παρακλητικός Κανόνας)
  2. (αγιογραφία) το χρώμα που αποτελείται από λίγο προπλασμό και περισσότερο σάρκωμα
  3. (για ύφος, έκφραση) υπερβολικός και ψεύτικος συναισθηματισμός

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.