μετά χαρᾶς

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μετὰ χαρᾶς < μετά + γενική ενικού του χαρά [1]

Έκφραση

μετὰ χαρᾶς

Συνώνυμα

  • χαρᾷ (δοτική ενικού)

Συγγενικά

Αναφορές

  1. χαρά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.