ενθουσιασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ενθουσιασμός | οι | ενθουσιασμοί |
| γενική | του | ενθουσιασμού | των | ενθουσιασμών |
| αιτιατική | τον | ενθουσιασμό | τους | ενθουσιασμούς |
| κλητική | ενθουσιασμέ | ενθουσιασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενθουσιασμός < αρχαία ελληνική ἐνθουσιασμός
Προφορά
- ΔΦΑ : /en.θu.si.aˈzmos/
Ουσιαστικό
ενθουσιασμός αρσενικό
- η ύπαρξη μεγάλης, ευχάριστης ψυχικής διάθεσης που μπορεί να συνοδεύεται και από εκδηλώσεις χαράς
- (συνεκδοχικά) έντονο ξαφνικό ενδιαφέρον ή θαυμασμός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ενθουσιάζω, θεός και ουσία
Μεταφράσεις
ενθουσιασμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.