μια χαρά
Νέα ελληνικά (el)
Έκφραση
μια χαρά
- (επιρρηματική έκφραση) συνώνυμο του πολύ καλά, περίφημα
- ↪ το ξενοδοχείο δεν είχε πολλές ανέσεις, αλλά περάσαμε μια χαρά κατά τη διαμονή μας εκεί
Έκφραση
μια χαρά (επιθετική έκφραση)
- μια χαρά και δυο τρομάρες
Πηγές
- χαρά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.