μικροχαρά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μικροχαρά | οι | μικροχαρές |
| γενική | της | μικροχαράς | των | μικροχαρών |
| αιτιατική | τη | μικροχαρά | τις | μικροχαρές |
| κλητική | μικροχαρά | μικροχαρές | ||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- μικροχαρής
- μικρόχαρος
- → δείτε τις λέξεις μικρός και χαρά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.