χαρούμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαρούμενος η χαρούμενη το χαρούμενο
      γενική του χαρούμενου της χαρούμενης του χαρούμενου
    αιτιατική τον χαρούμενο τη χαρούμενη το χαρούμενο
     κλητική χαρούμενε χαρούμενη χαρούμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαρούμενοι οι χαρούμενες τα χαρούμενα
      γενική των χαρούμενων των χαρούμενων των χαρούμενων
    αιτιατική τους χαρούμενους τις χαρούμενες τα χαρούμενα
     κλητική χαρούμενοι χαρούμενες χαρούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χαρούμενος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χαρούμενος < χαιρούμενος < χαίρομαι + -ούμενος < αρχαία ελληνική χαίρω

Προφορά

ΔΦΑ : /xaˈɾu.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαρούμενος

Μετοχή

χαρούμενος, -η, -ο

  1. που νιώθει χαρά
    είμαι χαρούμενος που σας βλέπω
  2. που γενικά είναι ευδιάθετος
    ήταν τόσο χαρούμενος άνθρωπος, αλλά αυτό το γεγονός τον άλλαξε ριζικά

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις χαίρομαι και χαρά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.