χαρούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαρούμενος | η | χαρούμενη | το | χαρούμενο |
| γενική | του | χαρούμενου | της | χαρούμενης | του | χαρούμενου |
| αιτιατική | τον | χαρούμενο | τη | χαρούμενη | το | χαρούμενο |
| κλητική | χαρούμενε | χαρούμενη | χαρούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαρούμενοι | οι | χαρούμενες | τα | χαρούμενα |
| γενική | των | χαρούμενων | των | χαρούμενων | των | χαρούμενων |
| αιτιατική | τους | χαρούμενους | τις | χαρούμενες | τα | χαρούμενα |
| κλητική | χαρούμενοι | χαρούμενες | χαρούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χαρούμενος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χαρούμενος < χαιρούμενος < χαίρομαι + -ούμενος < αρχαία ελληνική χαίρω
Προφορά
- ΔΦΑ : /xaˈɾu.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ρού‐με‐νος
Μετοχή
χαρούμενος, -η, -ο
- που νιώθει χαρά
- είμαι χαρούμενος που σας βλέπω
- που γενικά είναι ευδιάθετος
- ήταν τόσο χαρούμενος άνθρωπος, αλλά αυτό το γεγονός τον άλλαξε ριζικά
Συνώνυμα
- ευδαίμων, ευδαίμονας
- ευδιάθετος
- εύθυμος
- ευτυχής
- ευτυχισμένος
- ηλιόχαρος, ηλιοχαρής, λιόχαρος
- ιλαρός
- κεφάτος
- μακάριος, μάκαρος
- πασίχαρος
- χαρωπός
Αντώνυμα
Συγγενικά
- καταχαρούμενος
- χαζοχαρούμενος
- χαρούμενα (επίρρημα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.