fruit

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
fruit fruit / fruits

Ουσιαστικό

fruit (en)

  1. (γαστρονομία) το φρούτο
  2. (βοτανική) ο καρπός

Παράγωγα

  • Κατηγορία:Φρούτα (αγγλικά) στο Βικιλεξικό



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
fruit fruits

Ουσιαστικό

fruit (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

  • Κατηγορία:Φρούτα (γαλλικά) στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.