βρώσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βρώσιμος η βρώσιμη το βρώσιμο
      γενική του βρώσιμου της βρώσιμης του βρώσιμου
    αιτιατική τον βρώσιμο τη βρώσιμη το βρώσιμο
     κλητική βρώσιμε βρώσιμη βρώσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βρώσιμοι οι βρώσιμες τα βρώσιμα
      γενική των βρώσιμων των βρώσιμων των βρώσιμων
    αιτιατική τους βρώσιμους τις βρώσιμες τα βρώσιμα
     κλητική βρώσιμοι βρώσιμες βρώσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βρώσιμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βρώσιμος

Επίθετο

βρώσιμος

  • που μπορεί να φαγωθεί, που είναι κατάλληλος για τροφή

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / βρώσιμος τὸ βρώσιμον
      γενική τοῦ/τῆς βρωσίμου τοῦ βρωσίμου
      δοτική τῷ/τῇ βρωσίμ τῷ βρωσίμ
    αιτιατική τὸν/τὴν βρώσιμον τὸ βρώσιμον
     κλητική ! βρώσιμε βρώσιμον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βρώσιμοι τὰ βρώσιμ
      γενική τῶν βρωσίμων τῶν βρωσίμων
      δοτική τοῖς/ταῖς βρωσίμοις τοῖς βρωσίμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς βρωσίμους τὰ βρώσιμ
     κλητική ! βρώσιμοι βρώσιμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βρωσίμω τὼ βρωσίμω
      γεν-δοτ τοῖν βρωσίμοιν τοῖν βρωσίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βρώσιμος < βρῶσ(ις) + -ιμος < βιβρώσκω

Επίθετο

βρώσιμος, -ος, -ον

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη βιβρώσκω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.