φρουτιέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρουτιέρα οι φρουτιέρες
      γενική της φρουτιέρας
    αιτιατική τη φρουτιέρα τις φρουτιέρες
     κλητική φρουτιέρα φρουτιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
φρουτιέρα με διάφορα φρούτα

Ετυμολογία

φρουτιέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική fruttiera[1] ή από τη γαλλική fruitière. Αναλύεται σε φρούτ(ο) + -ιέρα

Ουσιαστικό

φρουτιέρα θηλυκό

  • (κουζινικά) βαθύ ή ρηχό αλλά σχετικά μεγάλης διαμέτρου σκεύος στο οποίο φυλάσσονται φρούτα και το οποίο άλλοτε τοποθετείτο στο κέντρο του τραπεζιού, στην τραπεζαρία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.