φρουτιέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φρουτιέρα | οι | φρουτιέρες |
| γενική | της | φρουτιέρας | — | |
| αιτιατική | τη | φρουτιέρα | τις | φρουτιέρες |
| κλητική | φρουτιέρα | φρουτιέρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

φρουτιέρα με διάφορα φρούτα
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
φρουτιέρα θηλυκό
- (κουζινικά) βαθύ ή ρηχό αλλά σχετικά μεγάλης διαμέτρου σκεύος στο οποίο φυλάσσονται φρούτα και το οποίο άλλοτε τοποθετείτο στο κέντρο του τραπεζιού, στην τραπεζαρία
Αναφορές
- φρουτιέρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.