φρουτοπολτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φρουτοπολτός οι φρουτοπολτοί
      γενική του φρουτοπολτού των φρουτοπολτών
    αιτιατική τον φρουτοπολτό τους φρουτοπολτούς
     κλητική φρουτοπολτέ φρουτοπολτοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φρουτοπολτός < φρούτ(ο) + -ο- + πολτός

Προφορά

ΔΦΑ : /fɾu.to.polˈtos/

Ουσιαστικό

φρουτοπολτός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.