fructus
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- fructus < fruor < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰruHg- (χρησιμοποιώ, απολαμβάνω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfruk.tus/
Ουσιαστικό
fructus αρσενικό
- απόλαυση, ευχαρίστηση, ικανοποίηση
- καρπός, φρούτο
- (μεταφορικά) κέρδος, όφελος, ωφέλεια, επιτυχία
- νέα ελληνική: → δείτε τις λέξεις φρούτο και φρουκτόζη
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | fructus | fructūs |
| γενική | fructūs | fructuum |
| δοτική | fructuī | fructibus |
| αιτιατική | fructum | fructūs |
| κλητική | fructus | fructūs |
| αφαιρετική | fructū | fructibus |
Κλίση
| ενικός | πληθυντικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | fructus | fructa | fructum | fructī | fructae | fructa |
| γενική | fructī | fructae | fructī | fructōrum | fructārum | fructōrum |
| δοτική | fructō | fructae | fructō | fructīs | fructīs | fructīs |
| αιτιατική | fructum | fructam | fructum | fructōs | fructās | fructa |
| κλητική | fructe | fructa | fructum | fructī | fructae | fructa |
| αφαιρετική | fructō | fructā | fructō | fructīs | fructīs | fructīs |
Πηγές
- fructus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.