μανάβικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μανάβικο | τα | μανάβικα |
| γενική | του | μανάβικου | των | μανάβικων |
| αιτιατική | το | μανάβικο | τα | μανάβικα |
| κλητική | μανάβικο | μανάβικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μανάβικο ουδέτερο (πληθυντικός μανάβικα)
- το κατάστημα του μανάβη, όπου πωλούνται φρούτα και λαχανικά
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.