φρουκτόζη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φρουκτόζη | ||
| γενική | της | φρουκτόζης | ||
| αιτιατική | τη | φρουκτόζη | ||
| κλητική | φρουκτόζη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φρουκτόζη < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική fructose < λατινική fructus (φρούτο) + -ose (-όζη)
Προφορά
- ΔΦΑ : /fɾuˈkto.zi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρου‐κτό‐ζη
Ουσιαστικό
φρουκτόζη θηλυκό
- (βιοχημεία) οργανική ένωση (C6H12O6, μονοσακχαρίτης), που ανήκει στους υδρογονάνθρακες και απαντά ως φυσικό σάκχαρο στα φρούτα, στο μέλι κ.α.
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φρούτο
-
φρουκτόζη στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.