φρουτοσαλάτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φρουτοσαλάτα | οι | φρουτοσαλάτες |
| γενική | της | φρουτοσαλάτας | των | φρουτοσαλατών |
| αιτιατική | τη | φρουτοσαλάτα | τις | φρουτοσαλάτες |
| κλητική | φρουτοσαλάτα | φρουτοσαλάτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
δύο μπολ με φρουτοσαλάτα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.