ovoce
Τσεχικά (cs)
Ετυμολογία
ovoce < πρωτοσλαβική ovotje
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
ovoce (pl) ουδέτερο
- (βοτανική) ο καρπός
- (φρούτο) το φρούτο
- (μεταφορικά) το προϊόν, το αποτέλεσμα (των ενεργειών μας)
Πολυλεκτικοί όροι
- zakázané ovoce: ο απαγορευμένος καρπός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.