option
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| option | options |
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɒpʃən/ & /ˈɑpʃən/
- ⓘ
Ουσιαστικό
option (en)
- η επιλογή
- (πληροφορική) επιλογή ή όρος που εξειδικεύει εντολή
- ※ ... use
IF NOT EXISTSoption to create a new table if it does not exist. Attempting to create a table that already exists without using theIF NOT EXISTSoption will result in an error. [1]- ... χρησιμοποιήστε τον όρο
IF NOT EXISTSγια να δημιουργήσετε έναν νέο πίνακα εάν δεν υπάρχει. Προσπάθεια δημιουργίας ενός πίνακα ο οποίος ήδη υπάρχει χωρίς τη χρήση του όρουIF NOT EXISTSθα καταλήξει σε σφάλμα.
- ... χρησιμοποιήστε τον όρο
- ※ ... use
- (επιστήμη υπολογιστών) (command-line option) συνώνυμο του flag (παράμετρος εντολής)
- ※ The
--helpoption will give more information about any commands and options. (Flask documentation) [2]- Η παράμετρος εντολής
--helpθα δώσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με οποιεσδήποτε εντολές και επιλογές.
- Η παράμετρος εντολής
- ※ The
- (οικονομία, νομικός όρος) → δείτε τη λέξη η οψιόν (από τα γαλλικά)
Συγγενικά
Αναφορές
- (αγγλικά) SQLite Create Table, Πρόσβαση:2020-01-17
- (αγγλικά) Command Line Interface. Πρόσβαση 2020-10-03.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.